σταυροαναστάσιμος

σταυροαναστάσιμος
-η, -ο / σταυροαναστάσιμος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που αναφέρεται και στη Σταύρωση και στην Ανάσταση τού Χριστού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σταυροαναστάσιμα
τροπάρια που υμνούν τη Σταύρωση και την Ανάσταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”